μάθημα

μάθημα
τό
1) урок, занятие; лекция;

κάνω μάθημα — а) брать урок, заниматься; — б) проводить занятие, преподавать;

λείπω απ' το μάθημα — отсутствовать на уроке;

παρακολουθώ (τα) μαθήματα посещать уроки;
η έναρξη των μαθημάτων начало занятий; παραδίδω (παίρνω) μαθήματα давать (брать) уроки; 2) урок, задание; προπαρασκευάζω τα μαθήματα μου делать уроки;

λέω το μάθημα — отвечать урок;

З) (учебный) предмет, дисциплина;

δεν μού αρέσει το μάθημα της Γεωγραφίας — я не люблю географию;

4) перен. урок; назидание;
5) привычка (чаще дурная);

τό έχω μάθημα να τρώγω τα νύχια μου — иметь привычку кусать ногти;

§ τα παθήματα μαθήματα или, τα παθήματα γίνονται μαθήματα погов, на ошибках учатся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μάθημα" в других словарях:

  • μάθημα — that which is learnt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάθημα — το (AM μάθημα, Μ και μάθημαν) [μαθαίνω] καθετί που έμαθε ή μαθαίνει κάποιος («τὰ δέ μοι παθήματα ἐόντα ἀχάριτα μαθήματα ἐγεγόνεε», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. η ύλη που διδάσκεται από έναν ορισμένο κλάδο («το μάθημα τής φυσικής») 2. φρ. α) «κάνω μάθημα»… …   Dictionary of Greek

  • μάθημα — το 1. ό,τι μαθαίνει κανείς, διδασκαλία, παράδοση: Ξεκίνησα μαθήματα οδήγησης. 2. καλό ή κακό παράδειγμα ή εμπειρία: Ύστερα από αυτό που έπαθε, πήρε το μάθημά του. 3. φρ., «Το πάθημα του έγινε μάθημα», κατάλαβε το λάθος του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαθημάτεσσι — μάθημα that which is learnt neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθημάτοιν — μάθημα that which is learnt neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθημάτων — μάθημα that which is learnt neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθήμασι — μάθημα that which is learnt neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθήμασιν — μάθημα that which is learnt neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθήματα — μάθημα that which is learnt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθήματι — μάθημα that which is learnt neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαθήματος — μάθημα that which is learnt neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»